- πεπλούτηκα
- πλουτέωto be richperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεπλουτήκασι — πεπλουτήκᾱσι , πλουτέω to be rich perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλουτήκασιν — πεπλουτήκᾱσιν , πλουτέω to be rich perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλούτηκ' — πεπλούτηκα , πλουτέω to be rich perf ind act 1st sg πεπλούτηκε , πλουτέω to be rich perf imperat act 2nd sg πεπλούτηκε , πλουτέω to be rich perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)